τριβρωμαιθυλικός

τριβρωμαιθυλικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «τριβρωμαιθυλική αλκοόλη»
χημ. οργανική χημική ένωση, λευκή κρυσταλλική ουσία που τήκεται στους 79° έως 82° C, με ευχάριστη οσμή, αλλ. τριβρωμοαιθανόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”